- ανεμοβρόχι
- το-ιού, και ανεμόβροχο, το δυνατός άνεμος με ραγδαία βροχή: Το ανεμοβρόχι δε μας άφησε σήμερα να δουλέψουμε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανεμόβροχο — και ανεμοβρόχι, το και ανεμοβροχή, η ραγδαία βροχή που συνοδεύεται από ισχυρό άνεμο … Dictionary of Greek
αστραπόβολο — και βόλι, το και βολος, ο 1. αλλεπάλληλες αστραπές 2. ο κεραυνός 3. αερόλιθος που προέρχεται από κεραυνό σύμφωνα με λαϊκές δοξασίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αστραπή + βόλι < μσν. βόλιον, υποκορ. του αρχ. βόλος < βάλλω. Κατά το αστραπόβολο αστραποβόλι … Dictionary of Greek
βροχή — Η συνηθέστερη από τις ατμοσφαιρικές κατακρημνίσεις (β., χιόνι, χαλάζι κλπ.)· αποτελείται από υδροσταγόνες που πέφτουν στο έδαφος από τα νέφη, τα οποία προέρχονται από τη συμπύκνωση των ατμοσφαιρικών υδρατμών. Διακρίνεται από την ομίχλη από τη… … Dictionary of Greek
δρόλαπας — ο και δρολάπι, το ραγδαία βροχή με παγωμένο άνεμο, ανεμοβρόχι, θύελλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *δρολαιλάπι με απλολογία (πρβλ. αμφιφορεύς αμφορεύς) < *υδρολαιλάπιον, υποκορ. τού υδρολαίλαψ] … Dictionary of Greek